- οφειλετικός
- η , ό[ν] относящийся к должнику
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οφειλετικός — ή, ὁ (Μ ὀφειλετικός, ή, όν) [οφειλέτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οφειλέτη («οφειλετικό υπόλοιπο» το χρεωστικό υπόλοιπο). επίρρ... ὀφειλετικῶς (Μ) με οφειλετικό τρόπο («διδασκαλίαν πυκνήν, ἧς ἕνεκεν ὀφειλετικῶς ἐνταῡθα συνηνέχθημεν»,… … Dictionary of Greek